- καταπεραίωσις
- καταπεραίωσιςconclusionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπεραίωσις — καταπεραίωσις, ἡ (Μ) [καταπεραιώ] τέλος, τέρμα, κατάληξη … Dictionary of Greek
καταπεραίωσιν — καταπεραίωσις conclusion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)